υποσαρκίδιος

υποσαρκίδιος
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. περικνημ-ίδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποσαρκίδιος — under the flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσαρκίδιον — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc sg ὑποσαρκίδιος under the flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσαρκιδίους — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσάρκιος — ον, Α ὑποσαρκίδίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”